Εργασίες από καθηγητές και μαθητές του σχολείου μας


Εργασία στο μάθημα της Ιστορίας γενικής παιδείας Β΄Λυκείου.
Της μαθήτριας Πάππη Ελένης. Τμήμα Β2.
Η μαθήτρια επεξεργάστηκε τα εξής θέματα.
- Ποια ήταν τα μέσα με τα οποία οι Βυζαντινοί ασκούσαν την διπλωματία.
- Ποιες ήταν οι αφορμές και ποια τα βαθύτερα αίτια του Σχίσματος (1054)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ποια ήταν τα μέσα με τα οποία οι Βυζαντινοί ασκούσαν τη διπλωματία;

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τη γέννησή της μέχρι και την εξασθένησή της ισχύος της, η
οποία σήμανε και την ευκαιρία για την υποδούλωσή της, αποτελούσε υπολογίσιμη δύναμη
και ασκούσε μεγάλη επιρροή στο πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι των αιώνων αυτών. Ένας
από τους τρόπους εξασφάλισης αυτής της επιτυχίας ήταν η χρήση κατάλληλων και
αποδοτικών διπλωματικών μέσων. Πιο συγκεκριμένα, στη διάρκεια του Μεσαίωνα η
διπλωματία διέφερε αρκετά από τη σύγχρονη εκδοχή της. Για τη διευθέτηση διακρατικών
ζητημάτων υπεύθυνοι ήταν οι πρέσβεις, πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα με τη δράση
τους να είναι ευκαιριακή και όχι μόνιμη. Το Βυζάντιο χρησιμοποιούσε τέσσερα κύρια μέσα
διπλωματίας, την αποστολή πρέσβεων σε ξένες χώρες, τις χορηγίες σε μορφή χρήματος ή
δώρων στους ξένους ηγεμόνες, τη σύναψη συμμαχιών (συχνά με επιγαμίες) και εμπορικών
συνθηκών και το πιο σημαντικό , τον εκχριστιανισμό άλλων λαών, ώστε να αποκτήσουν
κοινές δοξασίες και πολιτιστικό υπόβαθρο με τους Βυζαντινούς, με αποτέλεσμα να
αποτελούν αναμφισβήτητο σύμμαχο και συνεργάτη του Βυζαντινού Κράτους στο εξής.
Υπεύθυνος για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ενώ την
ασκούσε σε συνεργασία με το Λογοθέτη του Δρόμου.

Περισσότερες πληροφορίες για τη βυζαντινή διπλωματία μας μεταφέρει η πηγή που
τιτλοφορείται “Υποδοχή ξένου πρεσβευτή” της σελίδας 43 και έχει γραφτεί από τον
Λιουτπράνδο στο έργο του “Ανταπόδοσις”. Το παράθεμα αυτό αποδίδει τη φιλοξενία του
Βυζαντίου από την πλευρά ενός δυτικού απεσταλμένου. Ο Λιουτπράνδος αρχίζει την
εξιστόρησή των εμπειριών του περιγράφοντας την πολυτελή αίθουσα του θρόνου. Σε αυτή
βρίσκεται ένα “χάλκινο, επιχρυσωμένο δέντρο, από το οποίο έβγαιναν φωνές διαφόρων
πτηνών”. Αυτό ίσως να ήθελε να δείξει την ευμάρεια, τη ζωτικότητα του Βυζαντίου , που
προέρχεται από τον πλούτο του (χρυσό δέντρο), ενώ οι φωνές των διαφορετικών πτηνών
πιθανόν να ήθελαν να δείξουν τη μεγάλη έκταση της Αυτοκρατορίας, που περιλαμβάνει
πολλά και διαφορετικά έθνη, δηλαδή είναι πολύ ισχυρή. Ακόμη ο πρέσβης αναφέρει ότι ο
θρόνος του αυτοκράτορα φρουρούταν από τεράστια ξύλινα ή επιχρυσωμένα λιοντάρια, τα
οποία βρυχούνταν (“Τεράστια…δάπεδο”), θέλοντας να δείξουν την επιδεξιότητα του
στρατού ή το απόρθητο των τειχών της Βασιλεύουσας, ώστε ο ξένος να καταλάβει ότι είχε
να αντιμετωπίσει μια κραταιά και ακμαία αυτοκρατορία και θα έπρεπε να αναλογιστεί τις
συνέπειες μια υποτιθέμενης δυσαρέσκειας του αυτοκράτορα. Γενικότερα, η πολυτέλεια της
αίθουσας σηματοδοτούσε την αίσθηση ακμής, πλούτου και υπεροχής του Κράτους των
βυζαντινών. Στη συνέχεια ο Λιουτπράνδος αναφέρει πως οδηγήθηκε ενώπιον του
αυτοκράτορα στηριζόμενος σε δύο ευνούχους (« Σ’ αυτή…ευνούχων»). Αυτό ήταν δείγμα
της βυζαντινής φιλοξενίας, μία ένδειξη διάθεσης εξυπηρέτησης και προσφοράς, ώστε να
επιτευχθεί η πρόκληση ευνοϊκών σκέψεων και συναισθημάτων στον πρέσβη. Τέλος, ο
αυτοκράτορας καθόταν σε ένα θρόνο, ο οποίος ήταν έτσι κατασκευασμένος, ώστε να
αλλάζει ύψος(«Ο θρόνος…πανύψηλος», «Ύστερα από…άλλη στολή»). Ο ξένος πρεσβευτής,
λοιπόν, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας, ενώ αρχικά βρισκόταν καθισμένος σε έναν απλό,
υπερυψωμένο θρόνο, μέχρι αυτός να υποκλιθεί είχε ανυψωθεί στην οροφή της αίθουσας
και φορούσε διαφορετική ενδυμασία. Αυτό το τέχνασμα πιθανώς αποσκοπούσε σε μια
επίδειξη αίγλης, πλούτου και ισχύος, αλλά και στην πρόκληση δέους, ώστε η διπλωματία να
κυλήσει προς ευνοϊκότερα μονοπάτια για τους Βυζαντινούς.

Τελικά συμπεραίνουμε πως η βυζαντινή διπλωματία ήταν ένα περίτεχνο σύστημα μέσων
και πρακτικών, δημιουργημένο με περίσσεια ευφυΐας, το οποίο είχε τη δυναμική να
εξασφαλίσει και να προστατεύσει τα συμφέροντα, την ασφάλεια, την ακμή του Βυζαντίου.


Ποιες ήταν οι αφορμές και ποια τα βαθύτερα αίτια του Σχίσματος;


Το 1054 είναι ένα έτος που σηματοδοτεί μια τομή σε επίπεδο ιστορικό, θρησκευτικό και
ιδεολογικό. είναι το έτος που πραγματοποιήθηκε το Σχίσμα της μετέπειτα Καθολικής και
ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο έμελλε να επηρεάσει καταλυτικά τις ζωές των πιστών στους
επόμενους αιώνες. Το Σχίσμα των δύο εκκλησιών προέκυψε ως αποτέλεσμα πολλών
παραγόντων, η ζύμωση των οποίων στη διάρκεια των χρόνων οδήγησε στην οριστική ρήξη.
Μία από τις αιτίες που ώθησαν στο Σχίσμα ήταν η διαφωνία ανάμεσα στην Εκκλησία της
Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης σχετικά με θεολογικά και δογματικά ζητήματα, όπως η
νηστεία του Σαββάτου, η αγαμία του κλήρου, η χρήση των αζύμων στη Θεία Λειτουργία, μα
κυριότερα το γνωστό “filioque”, δηλαδή το δόγμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας περί
εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό. Αυτό το δόγμα σύμφωνα με την
ορθόδοξη διδασκαλία υποτιμά το Άγιο Πνεύμα έναντι των άλλων δύο προσώπων της Αγίας
Τριάδας και στην ουσία καταργεί την ισοτιμία των τριών υποστάσεων δημιουργώντας μια
διαρχία του Πατέρα και του Υιού. Μία ακόμη αιτία- ίσως η κυριότερη- που οδήγησε στο
Σχίσμα υπήρξε η διεκδίκηση από τον Πάπα της πρωτοκαθεδρίας στο χριστιανικό κόσμο, ένα
πρωτείο που δεν μπορούσε να αποδεχθεί η Κωνσταντινούπολη. Οι βλέψεις του Πάπα δεν
αφορούσαν ένα συμβολικό τίτλο έναντι των άλλων πατριαρχείων, αλλά είχαν και κοσμικό
χαρακτήρα. Η οριστική ρήξη, βέβαια, προήλθε ύστερα από μια σειρά γεγονότων, που
λειτούργησαν ως αφορμές, όπως ήταν η αλαζονεία του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης
Μιχαήλ Κηρουλάριου και του απεσταλμένου της Ρώμης Ουμβέρτου και της αδιαλλαξίας
τους στις διαπραγματεύσεις, που έφθασε σε επίπεδο αμοιβαίων αφορισμών.

Προς επιβεβαίωση των παραπάνω έρχονται οι πληροφορίες της πηγής με τίτλο “Το
Βυζάντιο και το πρωτείο της Ρώμης ”, από το βιβλίο “Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους” από
τον G. Ostrogorsky σε μετάφραση του Ι. Παναγόπουλου.
Στο συγκεκριμένο παράθεμα αρχικά αναφέρεται μία από τις αιτίες που ώθησαν στο Σχίσμα,
 που δεν είναι άλλη από την πολιτική απόσχιση των δυτικών επαρχιών και τη δημιουργία
του ισχυρού κράτους των  Φράγκων υπό την ευλογία της Εκκλησίας της Ρώμης (“Όπως…αυτοκρατορίας”).
Αυτό το γεγονός κλόνισε την εμπιστοσύνη του Βυζαντινού Κράτους και του πατριαρχείου
Κωνσταντινούπολης προς τον Πάπα και έθεσε τις βάσεις για το επικείμενο Σχίσμα. Ακόμη,
μια αφορμή ήταν η ενέργεια της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης να εκχριστιανίσει τους
Σλάβους και όλο το Βουλγαρικό Κράτος, στο οποίο απέβλεπε και η Εκκλησία της Ρώμης
(“έτσι και…Ανατολή”). Αυτό υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τον Πάπα, ο οποίος δεν επρόκειτο
να συγχωρήσει τους Βυζαντινούς, αλλά ήταν έτοιμος πια να στραφεί εναντίον τους. Τέλος,
η πηγή επιβεβαιώνει μια προαναφερθείσα θέση ως προς τα αίτια του Σχίσματος, η οποία
είναι ο στόχος του Πάπα για την εξασφάλιση του πρωτείου και η άρνηση της Βυζαντινής
Εκκλησίας να το αποδεχθεί.

Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Μεγάλο Σχίσμα θα μπορούσε να
αποφευχθεί, αν οι δύο Εκκλησίες προσπαθούσαν να λύσουν τα δογματικά και θρησκευτικά
ζητήματα που τους χώριζαν μέσα σε ένα κλίμα συνεργασίας και ειρήνης. Αυτό όμως ήταν
ανέφικτο, καθώς οι δύο πλευρές προέτασσαν συμφέροντα και εμπάθειες, τα οποία
σχετίζονταν με την εξουσία, την αλαζονεία και την εξάπλωση, όχι και τόσο χριστιανικές
αρετές. Το Σχίσμα ήταν αποτέλεσμα μισαλλοδοξίας και έλλειψης διορατικότητας, αφού θα
είχε οδυνηρές συνέπειες κυρίως για τους Βυζαντινούς.

                                                                                                                          8/1/14
                                                                                                                     Πάππη Ελένη



Εργασία στο μάθημα της Ιστορίας γενικής παιδείας Β΄Λυκείου.
Της μαθήτριας Συνάνη  Μαρίζα. Τμήμα Β2.
Η μαθήτρια επεξεργάστηκε το θέμα.: Σταυροφορίες

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ιππότες του Τάγματος του Ναού (Ναΐτες)
Οι Ναΐτες Ιππότες (γνωστοί και ως Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα) ήταν μια μοναστική στρατιωτική οργάνωση που σχηματίσθηκε στο τέλος της Α’ Σταυροφορίας με αρχική αποστολή την προστασία των Χριστιανών από τους Μουσουλμάνους στους Αγίους Τόπους. Οι Ναΐτες πολέμησαν στο πλευρό του βασιλιά Ριχάρδου Α’ (Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου) και των λοιπών Σταυροφόρων στις μάχες για τους Αγίους Τόπους. Από τις ταπεινές αρχές παροχής προστασίας στους προσκυνητές, το Τάγμα των Ιπποτών εξελίχθηκε να απολαμβάνει την υποστήριξη της Αγίας Έδρας και των Ευρωπαϊκών μοναρχιών. Η ιστορία των Ιπποτών του Ναού είναι συνδεδεμένη με τον Κόμητα Ούγο της Καμπανίας. Το 1104 ο κόμης επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ με μία ακολουθία υποτακτικών σε αυτόν ιπποτών. To 1108 ο κόμης επιστρέφει στην Ευρώπη και το 1114 μεταβαίνει ξανά στην Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος από τον υποτακτικό του ιππότη Ούγο ντε Παιν (Hugh of Payn). Άγνωστο παραμένει το αν ο Ούγος ντε Παιν ακολούθησε τον άρχοντά του στο πρώτο ταξίδι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλδουίνου του Β’ που στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Βαλδουίνο τον Α’ στο θρόνο της Ιερουσαλήμ, το 1118 μ.Χ, ο Ούγος ντε Παιν μαζί με άλλους 8 ιππότες παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και του πρότειναν την ίδρυση μίας κοινότητας ιπποτών που θα ακολουθούσε τον κανόνα θρησκευτικού τάγματος και θα αφιερωνόταν στην προστασία των προσκυνητών. To ίδιο έπραξαν και με τον Πατριάρχη Βαρμούνδο του Πικινί (Warmund de Picquigny) που είχε διαδεχτεί τον Δαϊμβέρτο. Είχαν σκεφτεί να ακολουθήσουν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου (Augustine of Hippo). Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το βασιλιά και τον Πατριάρχη.

Οι 9 ιππότες ήταν οι ακόλουθοι:
1. Ούγος ντε Παιν (Hugues de Payns)
2. Γκοντφρουά ντε Σεντ-Ομέρ (Godfroi de Saint-Omer)
3. Αρσαμπώ ντε Σεντ-Ενιάν (Archambaud de Saint-Aignan)
4. Παιν ντε Μοντιντιέ (Payns de Montidier)
5. Ζοφρουά Μπισσώ (Geoffrey Bissot)
6. Ροσσάλ ή Ρολάντ (Rossal ή Roland)
7. Άντρέ ντε Μονμπάρντ (André de Montbard)
8. Γκοντμάρ (Gondemare)
9. Γκοντφρουά (Godfroi)

Σφραγίδα Ιπποτών

Οι Ναΐτες ήταν οργανωμένοι ως μοναστικό τάγμα, ακολουθώντας έναν Κανόνα που έφτιαξε γι’ αυτούς ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό (Saint Bernard de Clairvaux). Το τάγμα διέθετε υψηλές διασυνδέσεις και γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό υποκινητή της διεθνούς πολιτικής την εποχή των Σταυροφοριών. Οι Ναΐτες διέθεταν πολλές και εξαιρετικά ευνοϊκές γι’ αυτούς Παπικές Βούλες (όπως η Omne Datum Optimum) που μεταξύ άλλων τους επέτρεπαν να επιβάλλουν και να εισπράττουν φόρους στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Κάθε χώρα είχε ένα Μάγιστρο (Magister) του τάγματος και όλες οι χώρες ελέγχονταν από τον Μέγα Μάγιστρο (Grand Magister). Το αξίωμα του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν ισόβιο και τα βασικά του καθήκοντα ήταν να επιβλέπει τις
δραστηριότητες του τάγματος στην Ανατολή και τις οικονομικές κτήσεις του
τάγματος στη Δύση.

Υπήρχαν 5 κατηγορίες αδελφών του Τάγματος:
Οι Ιππότες (Templars) που έφεραν εξοπλισμό βαρέος ιππικού.
Οι Υπαξιωματικοί (Sergeants) που έφεραν εξοπλισμό ελαφρού ιππικού και
προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη σε σχέση με τους ιππότες.
Οι Κτηματίες (Serving brothers – Rural brothers) που διαχειρίζονταν την
περιουσία του τάγματος.
Οι αδελφοί υπηρέτες (frères de métiers) οι οποίοι εκτελούσαν χειρωνακτικές
εργασίες.
Οι Ιερείς – Στρατιωτικοί (Chaplains) οι οποίοι ήταν χειροτονημένοι ιερείς για
να καλύπτουν τις πνευματικές ανάγκες του τάγματος.

Κάθε ιππότης είχε στη διάθεσή του περίπου 10 άτομα σε θέσεις υποστήριξης.
Κάποιοι αδελφοί του τάγματος ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένοι στις τραπεζικές
δραστηριότητες, αφού συχνά το τάγμα διαχειριζόταν πολύτιμα αγαθά από τους
συμμετέχοντες στις Σταυροφορίες.
Εκείνη την περίοδο οι Ναΐτες ήταν η πιο πειθαρχημένη πολεμική δύναμη στον
κόσμο και ο ίδιος ο Γάλλος βασιλιάς έγραψε ότι η παρουσία των Ναϊτών ήταν αυτή
που εμπόδισε την Β’ Σταυροφορία να εξελιχθεί σε πραγματική πανωλεθρία. Στα
επόμενα εκατό χρόνια οι Ιππότες εξελίχθηκαν σε μια πραγματική «διπλωματική»
δύναμη συμμετέχοντας σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις με ευγενείς και μονάρχες
στους Αγίους Τόπους και το μεγαλύτερο μέρος του δυτικό κόσμου. Καθώς λοιπόν
συμμετείχαν σε όλες τις δραστηριότητες της Χριστιανοσύνης είχαν αναπτύξει στενούς
δεσμούς με τον μουσουλμανικό κόσμο, έχοντας κατακτήσει το σεβασμό από τους
Σαρακηνούς ηγέτες σε μεγαλύτερο επίπεδο από κάθε άλλον Ευρωπαίο ηγέτη.
Μέσα σε δύο αιώνες είχαν γίνει αρκετά ισχυροί ώστε να αψηφούν τους πάντες εκτός
από τον Παπικό θρόνο. Προκαλώντας φόβο ως πολεμιστές, σεβασμό για τη
φιλανθρωπία τους και φθόνο για τον πλούτο τους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι
Ιππότες ήταν ο κινητήριος μοχλός των μοναστικών ταγμάτων μάχης. Λόγω του
τεράστιου πλούτου τους οι Ναΐτες εφηύραν ουσιαστικά τον τραπεζικό τομέα, όπως
τον γνωρίζουμε. Η εκκλησία απαγόρευε τον δανεισμό των χρημάτων με τόκο, τον
οποίο ονόμαζε τοκογλυφία. Οι Ναΐτες, φερόμενοι έξυπνα άλλαξαν τον τρόπο με τον
οποίο τα εξοφλούντο τα δάνεια παρακάμπτοντας την απαγόρευση και με αυτόν τον
τρόπο χρηματοδοτούσαν ακόμη και βασιλείς.
Ίσως λοιπόν ο λόγος που «εξοντώθηκαν» ήταν λόγω του συσσωρευμένου
πλούτου ή της φαινομενικά απεριόριστης εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση το Τάγμα
είχε άδοξο και ξαφνικό τέλος από τον Πάπα και τον βασιλιά της Γαλλίας το 1307 και
από το 1314 οι «Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα»
έπαψαν να υπάρχουν, τουλάχιστον επίσημα.
Ενδεικτικά ορισμένες από τις εν λόγω αρχές είναι οι ακόλουθες:
Ήσαν έφιππα Ιπποτικά σώματα με κυρίαρχο στοιχείο τον βαρύ οπλισμό.
Διέπονται από κώδικα τιμής.

Διαιρούντο σε κατηγορίες ανάλογα με την κοινωνική προέλευση καθήκοντα. Κάθε Ιππότης διέθετε προσωπικό υποστήριξης. Διακρίνονται για την υψηλή εκπαίδευση. Οι μάχες είχαν θρησκευτικό κίνητρο. Είχαν παρόμοιο έμβλημα (κόκκινο σταυρό).
Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ναΐτης και διδάσκαλος της Ιπποσύνης Raymond Lull χαρακτηρίζει την Ιπποσύνη ως 8ο Μυστήριο, επειδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το καθήκον της Αποστολής, το οποίο είχε προηγουμένως ενσωματωθεί στην ιδεολογία των Βουκελαρίων, ενώ συνοψίζεται σε Ευαγγελικές ρήσεις που αναφέρονται στην προστασία των αδυνάτων: «Εκείνοι που έχουν πρόθεση να είναι άρχοντες των εθνών επιβάλλουν την απόλυτη κυριαρχία τους πάνω σε αυτά και όσοι έχουν μεγάλα αξιώματα μεταχειρίζονται τους λαούς σαν δούλους τους. Οι Ναΐτες Ιππότες δεν εμπνεύσθηκαν απλώς από τα σύμβολα και την φιλοσοφία των Βουκελαρίων προκειμένου να ιδρύσουν το Τάγμα τους, αλλά κυριολεκτικώς αντέγραψαν τον οπλισμό, την εκπαίδευση και τις πολεμικές τακτικές τους, όπως αναφέρονται αναλυτικώς από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον σοφό στο έργο του «Τακτικά», με το οποίο διασκεύασε το «Στρατηγικόν» του αυτοκράτορα Μαυρικίου, που αφορούσε στο «Τάγμα των Βουκελαρίων» και απαλείφοντας την ονομασία τους μέσα στο κείμενο, το μετέτρεψε σε υπόδειγμα επεκτείνοντας τη χρήση του σε όλες τις αυτοκρατορικές Καβαλαρικές τάξεις οι οποίες έπρεπε στο εξής να είναι οργανωμένες κατά το πρότυπο του τάγματος των «Βουκελαρίων»

      Συνάνη Μαρίζα